φλώμος

φλώμος
ο, Ν
βοτ. βλ. φλόμος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φλόμος — ο, ΝΜΑ, και σφλόμος και φλώμος Ν, και φλῶμος Μ, και φλόνος και θηλ. φλόμος, ἡ, ΜΑ, και πλόμος Α κοινή σήμερα ονομασία ειδών φυτών τού γένους βερμπάσκο, αλλ. φλομόχορτο νεοελλ. 1. βοτ. κοινή ονομασία ειδών τού γένους φλομίς και ιδίως τού είδους… …   Dictionary of Greek

  • ՓՂՈՄՈՍ — ( ) NBH 2 0943 Chronological Sequence: Early classical գ. յն. ֆլօ՛մօս. φλόμος, φλῶμος verbascum, verbasculum. Վայրի խոտ կամ արմատ, որ ցամաքեցուցանէ զվէրս. ... *Արջ յորժամ վէրս առնու յանձին, երթայ խլէ զարմատ մի, որ անուանեալ կոչի փղոմոս. բնութիւն… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”